quotidian - ορισμός. Τι είναι το quotidian
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

Τι (ποιος) είναι quotidian - ορισμός


quotidian         
[kw?'t?d??n, kw??-]
¦ adjective
1. daily.
2. ordinary or everyday.
3. Medicine denoting the malignant form of malaria.
Origin
ME: via OFr. from L. quotidianus, earlier cotidianus, from cotidie 'daily'.
quotidian         
Quotidian activities or experiences are basic, everyday activities or experiences. (FORMAL)
...the minutiae of their quotidian existence.
ADJ: ADJ n
Quotidian         
·adj Occurring or returning daily; as, a quotidian fever.
II. Quotidian ·noun Anything returning daily; especially (Med.), an intermittent fever or ague which returns every day.

Βικιπαίδεια

Quotidian
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για quotidian
1. And then there are the quotidian small–scale disasters÷ tornadoes, wildfires, flash floods, mudslides.
2. Because, of course, it‘s not quotidian life – in all its randomness – that is throwing up these terrible Job–like hardships.
3. These are just some of the mainstream entries, but the Digest‘s relentless cataloguing of our culture doesn‘t confine itself to quotidian experiences.
4. But where therapism goes too far is in the assumption that all human beings are essentially weak, unable to confront on their own the quotidian neuroses of life.
5. This means that the magistrate‘s court has an important job, albeit not a particularly active one; any intervention in the sentence would not be a quotidian event.